Ο Θρήνος της Παναγίας
πως μαρτυρούν τον γιούλλην της δίχως καμμιάν αιτίαν.
Εφτά φορές λυώννεται τζι' ήτουν να ξυψυσσιήση
τζι' έναν από τουςς δώδεκα δεν ηύρεν ν' αρωτήση.
Στην δεξιάν της την μερκάν, θωρεί τον Ιωάννην,
λαλεί του πουν' τον γιούλλην μου τζι' εσέν τον δάσκαλόν σου
δειξέ μου να τον θωρώ μήπως τζιαι παραδώσω.
Δεν έχω τόλμην ω! τωρά νάρθω να σου τον δείξω
που τον καμόν μου δεν μπορώ τα χείλη μου ν' αννοίξω.
Ως τόσον που με 'ρώτησες εγώ θα σου τον δείξω
τζι' εγώ με σέναν Δέσποινα να κλάψω να θρηνήσω
δάκρυα που τα μάτια μου χαμαί στην γην να χύσω.
Θωρείς Εκείνον τον χλωμόν τζιαι τον παραδερμένον,
όπου φορεί πουκάμισον στο αίμα βουττημένον,
όπου τον έχουν οι εχθροί αξάγκονα δεμμένον!
Όπου κρατούν στο χέρι τους καρφιά να τον καρφώσουν,
όπου κρατούν τζιαι στ' άλλον τους λόγχην να τον λογχήσουν
Φορεί στην κεφαλούλλαν του ακάνθινον στεφάνιν,
πως είναι με τα αίματα ωσάν το κουρουπάνιν!
Εκείνος είναι ο γιούλλης σου τζι' εμέν' ο δάσκαλός μου,
Εκείνος είναι ο Χριστός ο ποιητής του κόσμου.
Τζιαι δκυό καρφιά του βάλασιν πάνω στα δκυό του χέρια
τζιαι τ' άλλα δκυό τα βάλλουσιν πάνω στα δκυό του πόδια.
Τζιαι τ' άλλον το μακρύτερον βάλλουν το στην καρκιάν του
τα τέσσερα υποφέρει τα, το σπλαχνικόν μου τέκνον.
Μα της καρκιάς του το καρφίν εν ημπορεί να υποφέρη,
αννοίγει τα χειλάκια του τούτον τον λόγον λέει.
Αλλοίμονον! αλλοίμονον Θεέ μου τζιαι Πατέρα
τζιαι πώς με ελησμόνησες την σήμμερον ημέραν;
Διψά πολλά, βάλλει φωνήν, μέσα η καρκιά του επιάστην
τζι' έτρεξα ναύρω το νερόν να πα να τον ποτίσω
τζι' ετρέξαν μας οι άνομοι τζι' ήτουν να ξυψυχήσω
Βάλλουσιν ξύδιν τζιαι χολήν τζιαι άλας μεσ' τον σπόγγον
τζι εδώσαν του το να το πιη το σπλαχνικόν μου τέκνον.
Αννοίγει τα χειλάκια του τούτον τον λόγον λέει:
να βάλω τους Προφήτες μου στο γένος της Μητρός μου
όπου επροφητέψασιν απ' αξαρκής του κόσμου.
Από τον Άδη τον πικρόν να τους ελευθερώσω,
στην άνω Ιερουσαλήμ να τους καταβοδώσω.
Η Παναγία στέκετουν εμπρός του λυπημένη
τζιαι έδερνεν το στήθος της τζιαι τράβαν τα μαλλιά της.
Ω! Τέκνον μου τί έπταιξες τζι' είσαι πολλά θλιμμένον
τζι' ανάμεσα σε δκυό ληστάς έχουν σε καρφωμένον;
Ω! πανσεβάσμιε Σταυρέ ξύλον ευλογημένον,
όπου βαστάζεις τον Χριστόν πάνω σου καρφωμένον.
Ω! Τέκνον μου γλυκύτατον τζιαι γνώσις των καρδίων
πούνε οι μαθητάδες σου οι εβδομήντα δύο;
Ο Πέτρος σε αρνήθηκε ομοίως τζιαι οι άλλοι,
Απόστολοι εφύγασιν με φόβον τζιαι με ξάλην,
και μοναχήν αφήσασιν την ταπεινήν Μαριάν.
Τώρα σε βλέπω Τέκνον μου εις τον Σταυρόν επάνω
τώρα ζητώ καλλίτερον θέλημα να πεθάνω.
Σκύψε κάτω να δυνηθώ να σε γλυκοφιλήσω,
τον ποιητήν μου τζιαι Θεόν να τον ποχαιρετήσω.
Τζι' επολοήθην τζι' είπεν της με τα γλυτζιά του σσιείλη
Μάνα, μην πολλοθλίβεσαι πολλά για τον υιόν σου
Τον Θεολόγον φίλον μου 'φίννω τον σύντροφόν σου
τζι' ως τρεις ημέρες έρχομαι, να δοξασθή ο γιος σου.
Σελήνη τζιαι ο ήλιος, όλον το φως εχάθην
τζι' αναστηθήκασιν νεκροί τζι' αννοίξασιν οι τάφοι.
Σελήνη τζιαι ο ήλιος, το Θεϊκόν του στέμμα,
τζιαι έκλινεν την τζιεφαλήν παρέδωσεν το Πνεύμα.
Σελήνη τζιαι ο ήλιος μονταύθα εσκοτίσθη
τζι' ο κόσμος όλος έτρεμεν τζι' η γη Σταυρόν εσχίσθη,
ναού το καταπέτασμα, στο μέσον ερραγίσθη.
Τότε η μάνα του Χριστού έστεκεν μετά ζάλης
τζιαι μ' 'εναν κλάμαν θλιβερόν, βάλλει φωνήν μεγάλην.
- Τζιαι πού μασσιέριν να σφαγώ τζιαι που κρεμμόν να δώσω
τζιαι πού ποτάμιν θολωτόν να μπω να παραδώσω;
Αι Μυροφόρες του Χριστού, εστέκοντο κοντά της,
η μία βαστά τα σσιέρκα της τζι' η άλλη την καρδκιάν της.
Τζιυρία μου τζι' εάν σφαγής, σφάζετ' ο κόσμος όλος
τζιαι πάραυτα σκοτίζεται του Ουρανού ο θόλος.
Τζι' εφέραν της γλυκόν κρασίν τζι' αφράτον παξιμάδιν
τζι' εκάμαν την παρηορκάν τζι' έχουμεν την σημάδιν.
Αννοίγει τα χειλάκια της τούτον τον λόγον λέει:
επάρτε με στου Ιωσήφ, από Αρειμαθείας.
Να τον παρακαλέσουμεν πολλά για τον Υιόν μου
να πα να τον ποσπάσουμεν το φως των οφθαλμών μου.
Μονταύθα εστρατεύσασιν στου Ιωσήφ τζιαι πάσιν,
τζιαι πολοάται Δέσποινα του Ιωσήφ τζιαι λέγει.
Να σε παρακαλέσουμεν πολλά για τον Υιόν μου
να πα να τον ποσπάσουμεν το φως των οφθαλμών μου.
Τζιαι που τ΄ακούη ο Ιησήφ, κάμνη μεγάλον θρήνον
λέγει της Μάνας του Χριστού: Δέσποινα των Αγγέλων.
Μετά χαράς ότι μου πης, να κάμ' ότι προφθάσω,
έχω λουβάριν περισσόν να τον εξαγοράσω,
να κατεβή που τον Σταυρόν να τον ενταφιάσω.
Μεσ' σε τζιβούριν πέτρινον πούνε στο περιβόλιν,
πούνε ο τάφος του Χριστού καθώς το ξέρουν όλοι.
Μονταύθα εστρατεύσασιν εις του Πιλάτου πάσιν,
τζιαι πολοάται Ιωσήφ τζιαι του Πιλάτου λέγει:
Να σε παρακαλέσουμεν αφέντη μου Πιλάτε,
δόσ' μας τον ξένον τον φτωχόν τζιαι τον εστραυρωμένον,
ξένος του κόσμου βρίσκεται τζιαι καταφρονιμένος.
Δεν έσσιει κόρην γι' αδελφόν νάρτη να τον ποσπάση,
μηδέ κακέναν συγγενήν να τον ενταφιάση.
Η Παναγία στέκεται εμπρός του λυπημένη
τζιαι του Πιλάτου έλεγεν: λυπήθουμε την ξένην.
Αφέντη μου λυπήθου με τζιαι μεν τζιαι τον Υιόν μου
δόσ' μας τον να τον θάψουμεν το φως των οφθαλμών μου.
Λέγει της Μάνας του Χριστού άμε χαρίζω σου τον,
τζιαι μην μας δώσης πειρασμόν εδώ στον κόσμον τούτον.
Γιατ' είδαμεν τον πειρασμόν τζιαι τον σεισμόν των πέτρων
τζι' ανεστηθήκασιν νεκροί τζι' αννοίξασιν οι τάφοι.
Μανταύτα εστρατεύσασιν εις τον Σταυρόν τζιαι πάσιν
βάλλουσιν σκάλαν στον Σταυρόν τζιαι τα καρβκιά εβκάλαν
Πέρνουν τον να τον θάψουσιν τον δίκαιον Εκείνον
τζιαι ταπισόν η Δέσποινα μετά του Νικοδήμου.
Βάλλουσιν μεσ' το μνήμαν του σμύρναν μετά αλόης
τζι' εκλείσαν τον τζιαι φύασιν, μετά μεγάλου θρήνου.
Τζι' η Δέσποινα που το 'βκαλεν, πρέπει να την υμνείτε,
πρέπει να την δοξάζετε τζιαι να την προσκυνείτε.
Όπκιος δκιαβάζει την Γραφήν τα πάθη του Υιού μου
να μην έχη ερώτησιν στην κρίσιν του Θεού μου.
Αμήν.
{flike}{/flike}